«Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται τον άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Αγιος Γέρων Παίσιος



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Νεότητα » Συμβουλές

Στό μικρό αἰγαιοπελαγίτικο νησί, ὅλοι περίμεναν μέ ἀνυπομονησία αὐτήν τήν ἔκθεση. Ἕνας σπουδαῖος ζωγράφος, με καταγωγή ἀπό ἐκεῖ, θά ἔφερνε νά ἐκθέσει όσα ἀπό τά ἔργα του εἶχαν σχέση μέ τήν θάλασσα καί τά ταξίδια. Γι’ αὐτό καί, τήν βραδιά τῶν ἐγκαινίων, ἡ αἴθουσα τοῦ πολιτιστικοῦ κέντρου εἶχε γεμίσει ἀσφυκτικά ἀπό κόσμο. Οἱ ἐπισκέπτες περνοῦσαν καί ξαναπερνοῦσαν ἤ κοντοστέκονταν, συχνά μέ χαμηλόφωνα ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ, μπροστά ἀπό τούς πίνακες μέ τά καταγάλανα νερά, τά ψαροκάϊκα καί τούς χρυσούς ἥλιους τοῦ δειλινοῦ πού, θαρρεῖς πώς, ἔλιωναν σέ μιάν ἄκρη τῆς ἤρεμης ἤ φουρτουνιασμένης θάλασσας.

Ἕνας, ὅμως, ἡλικιωμένος ἄνδρας, λίγο σκυφτός, μ’ ἕνα τριμμένο ναυτικό κασκέτο, ἔμενε γιά πολλή ὥρα ἀκίνητος μπροστά σ’ ἕναν μεγάλο πίνακα. Ἀπεικόνιζε τήν μισοσκουριασμένη πλώρη ἑνός φορτηγοῦ καραβιοῦ. Ὁ καλλιτέχνης εἶχε καταφέρει νά δώσει στό ὅλο θέμα κάτι σάν ἀρχοντιά καί, θἄλεγε κάποιος πώς, τό γερασμένο πλοῖο, δέμένο μέ χοντρά σχοινιά, ἔμοιαζε νά στέκεται ὄρθιο, στητό, μέ ψηλά τό κεφάλι. Ὡστόσο, οἱ σκουριασμένες περιοχές πού ἐναλλάσσονταν, στά πλάγια τῆς πλώρης, μέ ἐπιφάνειες κατακόκκινες ἀπό ὑπολείμματα μίνιου, ἀπέπνεαν, θαρρεῖς, μιάν ἀδιόρατη θλίψη.

Ἡ νεαρή Εἰρήνη, πού εἶχε τήν εὐθύνη γιά τήν ὀργάνωση τῆς ἐκθέσεως, τόν εἶδε. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση ἡ προσήλωσή του στόν συγκεκριμένο πίνακα. Ἄν καί ἦταν πολύ ἀπασχολημένη μέ τούς πολλούς ἐπισκέπτες πού συνεχῶς πηγαινοέρχονταν, τό βλέμμα της, κάθε τόσο, πήγαινε πρός τά ἐκεῖ. Ὁ γέρος παρέμενε στήν ἴδια πάντα θέση. Σέ μιά στιγμή, κατάφερε νά τόν πλησιάσει μέ διάθεση νά τοῦ μιλήσει. Ὅμως, ἐκεῖνος δέν ἔδειξε τήν ἴδια διάθεση. Καί μέ μιά τυπική «καλησπέρα», ἔκανε στροφή καί βγῆκε ἀπό τήν αἴθουσα.

 Τό ἄλλο πρωί, μόλις ἡ Εἰρήνη ἄνοιξε τήν πόρτα, ὁ γέρος, λές καί περίμενε ἀπό ὥρα, σπρώχνοτας τό κασκέτο λίγο πρός τά πάνω στό μέτωπό του, εἶπε «καλημέρα» καί πέρασε μέσα. Μέ τό χαρακτηριστικό βάδισμα τῶν ναυ- τικῶν, πού μοιάζει μέ «σκαμπανέβασμα», κατευθύνθηκε ὁλόϊσια πρός τόν μεγάλο πίνακα. Ἡ Είρήνη ἄφησε νά περάσει λίγη ὥρα καί, καθώς οἱ πρωινοί ἐπισκέπτες ἦσαν λιγοστοί καί δέν τήν ἀπασχοόῦσαν, τόν πλησίασε ἀποφα- σισμένη νά τοῦ πιάσει κουβέντα.

-Καλημέρα καπετάνιο, τοῦ εἶπε ὅσο γινόταν πιό ἤρεμα.

Ἐκεῖνος, γύρισε καί τήν κοίταξε μέ μάτια πού ἔδειχναν ἔκπληξη.

-Πῶς τό κατάλαβες κοπέλλα μου πώς δέν εἶμαι στεριανός;

-Ἔ! Δέν σέ εἶδα χθές πῶς κοίταζες αὐτή τή ζωγραφιά; Καί σήμερα πάλι, νά πού ἦρθες πρωί-πρωί. Φαίνεται πώς ἔχεις κουβέντες μ’ αὐτό τό καράβι.

Χαμογέλασε ἀχνά κάτω ἀπό τό λευκό μουστάκι του.

-Νά σοῦ πῶ τήν ἀλήθεια; Ἐδῶ πού στέκομαι δέν κουβεντιάζω. Μυρίζω, εἶπε σιγά.

Σειρά τώρα τῆς Εἰρήνης νά ξαφνιαστεῖ.

-Τί μυρίζεις καπετάνιο; ρώτησε, μέ κάποια ἀδιόρατη ἀνησυχία γιά τό τί ἐννοοῦσε ὁ ἡλικιωμένος ναυτικός.

-Νά. Βλέπω τίς σκουριές καί τό μίνιο στά ἴσαλα αὐτοῦ τοῦ φορτηγοῦ καί μυρίζω τήν λαμαρίνα του πού ἀγκομαχᾶ μέσα στά μανιασμένα κύματα. Ἐσύ δέν τήν νιώθεις αὐτήν τήν λαχανιασμένη ἀνάσα πού μυρίζει ἁλάτι; εἶπε σάν νά μονολογοῦσε.

-Ἐγώ ὄχι. Μά ἐσύ καπετάνιε, σίγουρα ξέρεις τά χούγια τῆς θάλασσας.

Ἔτσι δέν εἶναι;

-Ἄμ τά ξέρω καλά κόρη μου, εἶπε κι ἀναστέναξε. Ἀπό ἀμούστακο παλληκαράκι καί γιά πενήντα χρόνια ἄκουγα μερόνυχτα τή λαλιά της. Ἄλλοτε, τραγουδιστή καί ναζιάρα, νά μέ νανουρίζει καί νά καλοδέχεται μέ μιά μελένια γλύκα, μέ χάδια ἀληθινά τό σκαρί μου.

Κι ἄλλοτε, μέ μουγκρητά θεριοῦ, ν’ ἀντιμάχεται τό πλεούμενό μου, νά τό ταρακουνᾶ, νά τό σηκώνει ἀπότομα ψηλά σάν καρυδότσουφλο κι ὕστερα νά τό ἀφήνει νά γκρεμίζεται στό κενό, λές γιά νά τό ἐκδικηθεῖ πού ἀψήφισε τόν καιρό καί μπῆκε ἀπρόσκλητο στά κρυφά της μονοπάτια...

Σώπασε. Ἔμοιαζε σάν νά ντρεπόταν λίγο γιά τίς τόσες κουβέντες του. Ἡ Εἰρήνη θέλησε νά τόν ἐνθαρρύνει νά τῆς πεῖ κι ἄλλα.

-Κι ἐσύ καπετάνιο, τί τῆς ἔλεγες; Πῶς ἀπαντοῦσες στοῦ θυμοῦ της τίς φοβέρες;

Ὁ γερο-ναυτικός τήν κοίταξε παραξενεμένος καί πάλι.

-Κόρη μου, σέ τέτοιες ὧρες, δέν κουβεντιάζουμε μαζί της. Τήν ἀκοῦμε, νιώθουμε τήν ἁλμύρα της νά θερίζει ὁλάκερο τό κορμί μας, τά μάτια μας νά θολώνουν, τ’ αὐτιά μας νά σπᾶνε ἀπό τόν ἀχό, τά χέρια νά πληγιάζουν πάνω στά σχοινιά, καί παλεύουμε χωρίς νά τῆς μιλᾶμε, χωρίς νά βγάζουμε ἄχνα.

Κοντοστάθηκε, μά ἔδειχνε ὅτι κάτι ἤθελε ἀκόμα νά πεῖ. Ἡ Εἰρήνη περίμενε. Καί σέ λίγο, τόν ἄκουσε νά λέει, σχεδόν ψιθυριστά :

-Ἐκεῖνες τίς ὧρες κόρη μου... μόνο μέ τόν Ἅη Νικόλα μιλᾶμε. Μονάχα αὐτός ξέρει πῶς νά ἡμερεύει τήν ἀγριάδα της...

Σώπασε πάλι. Γιά τά καλά. Γύρισε καί στήλωσε ξανά τό βλέμμα του στό γερασμένο πλοῖο. Ἤθελε, ἴσως, νά μιλήσει τώρα μόνο μαζί του, μυρίζοντας τήν λαμαρίνα του...

 

ΜΕΡΟΠΗ Ν. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ὁμότιμη Καθηγήτρια Παν/μίου Ἀθηνῶν





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA