Το να μετράς την αγάπη των άλλων είναι σαν να μετράς την εγωπάθειά σου. Μην μετράς…μόνο αγάπα, κι ας χάσεις στο μέτρημα. Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Επίκαιρα κείμενα

 

 

 

Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κάμω τὸ δάσκαλο, μήτε καὶ νὰ ὑποβάλλω προτάσεις
γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι πρωτίστως ζήτημα πίστεως καὶ
ὁμολογίας. Κι ἀναφέρομαι στὸ κορυφαῖο καί θεολογικότατο θέμα, ποὺ
ἀφορᾶ στὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ὄχι τῶν κεκοιμημένων, γιατὶ αὐτὴ εἶναι
ἡ διαφορὰ ποὺ ἔχουμε μὲ τοὺς ὅποιους ἀντιρρησίες τοῦ θέματος: Βλέ-
πεις, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν «ἄπνου καὶ νεκρὸ» μὲ
τὴν ἔννοια τοῦ ἄχρηστου καὶ περιττοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄλλη προοπτική:
Τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως. Ἑπομένως καὶ νοιάζεται τί θὰ ἀπογίνει
αὐτὸ τὸ ἄπνουν σῶμα, τὸ λείψανον ἀλήθεια, τὶ ὄμορφη λέξη καὶ συνάμα
διδακτική! Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ φροντίζει ( βλ. κηδεία, ἀπὸ τὸ ρ. κήδομαι, ποὺ
σημαίνει φροντίζω), τὸ ταχτοποιεῖ, τὸ ἐπιστρέφει ὡς ὅμοιο στὸν οἰκεῖο
χῶρο του, τὴ γῆ, τὴ μάνα-γῆ ποὺ λέγανε κι οἱ σοφοὶ προπάτορές μας. Τὸ
ἐπιστρέφει κι ἔχει κι ἐκεῖ τὴν ἔγνοια του, ἀφοῦ ἡ παρουσία τοῦ μνημείου,
ὅπου τίθεται ὁ κεκοιμημένος, δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος τόπος: εἶναι πάνω
ἀπ᾿ ὅλα ἱερὸ ταμιευτήριο ἀναμνήσεων ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν
κόσμο αὐτόν.
Ὅμως θὰ χρειαστεῖ νὰ προσθέσουμε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ὄχι γιὰ
νὰ ὑποστηρίξουμε τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ὁποία στὸ κάτω-κάτω τῆς
γραφῆς δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη, ἐμεῖς Τὴν ἔχουμε- ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσουμε
τὸ ποιοὶ τιμοῦν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ποιοὶ τὸ περιφρονοῦν. Γιατὶ δὲν
μπορεῖς τὸ σῶμα σου νὰ τὸ περιποιεῖσαι, νὰ τὸ φροντίζεις, νὰ τὸ προβάλ-
λεις καὶ σὲ κάποια στιγμή, ὅταν πιὰ ἔχει μείνει ἄπνου καὶ νεκρό, ἐκεῖνοι
ποὺ τὸ θαύμαζαν, τὸ ὕψωναν ὡς ἕνα ἔργο τέχνης καὶ τὸ σέβονταν, τώρα
νὰ τὸ περιφρονοῦν, νὰ τὸ θεωροῦν ἄχρηστο, τιποτένιο, χωρὶς καμμιὰ ἀξία
καὶ νὰ τὸ χαντακώνουν, δίχως καμμιὰ τιμή, καμμιὰ εὐαισθησία, καμμιὰ
προσπάθεια διατήρησης τῆς μνήμης. Ναί, τὸ χαντακώνουν, δηλαδή νὰ τὸ
ρίχνουν στὴν πυρά, λές καὶ εἶναι κάτι τὸ ἀπόβλητο, τὸ μισητό. Κι αὐτὰ
τὰ κάνει ἡ ἴδια ἡ μερίδα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ μέχρι χθὲς θαύμαζε
τὸ εἶδος καὶ τὸ κάλλος τοῦ κορμιοῦ καὶ σήμερα τὸ καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ στέκει φιλάνθρωπα καὶ τιμητικὰ ἀπέναντι σὲ κάθε
της παιδί, σὲ κάθε δηλαδή πιστό –χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὸν διαφορετικό, τὸν
ὑποτιθέμενο «ἄπιστο» (ἀλήθεια, ὑπάρχει ἄ–πιστος;) ἁπλῶς διατηρεῖ τὴν
ὑπομονή Της καὶ τοῦ προβάλλει τὴ διδαχή Της– ἔχει μιὰ ἄλλη ἄποψη, γιὰ
τὸ θέμα. Δὲν παραπετᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως ἐπίσης δὲν ἀπορρίπτει
καὶ τὴν ψυχή. Γιατὶ δέχεται τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα,
καθόσον ἔτσι προῆλθε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. (βλ. Γεν.1, 26-30).
Ὁπότε, πῶς μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸ ἕνα, τὸ σῶμα δηλαδή, καὶ νὰ ἀπο-
103
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 163
δεχτεῖ μόνο τὸ ἄλλο; Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἔγιναν τόσες καὶ τόσες Σύνοδοι,
ἀλλὰ καὶ τόσες πραγματεῖες ἤ καὶ λόγοι γράφτηκαν, ὥστε νὰ ὑποστηρί-
ξουν τὸ συναμφότερον τῆς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Μιὰ πρώτη προσπάθεια περιφρόνησης τοῦ σώματος, γιατὶ πρέπει
νὰ τονιστεῖ κι αὐτό, εἶναι αὐτὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν παραμόρφωσή
του. Ὄχι τὴν μεταμόρφωσή του, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὁδός, ἡ ὁποία
κι ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα καὶ θέωση, ἀλλ᾿ ἐκείνη ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν
ἀπομάκρυνσή μας, ἀπὸ τὴν πραγματική, αὐθεντικὴ καὶ μοναδικὴ εἰκόνα/
σφραγῖδα ποὺ λάβαμε ἀπὸ τὸ Θεό/Δημιουργό, Εἰκόνα, ποὺ παραποιοῦμε
μὲ τὴν πρόσληψη ξένων στοιχείων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι Θεία δωρεά, ἀλλὰ
ἀνθρώπινη «προσφορὰ» γιὰ τὴν τάχα βελτίωση τῆς εἰκόνας ποὺ λάβαμε
καὶ πλαστογραφοῦμε μὲ τρόπο αὐθάδη καὶ ἄκρως περιφρονητικό. Γιατὶ
ὅταν κάποιος ἤ κάποια, καλὰ καὶ σώνει παραποιεῖ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔλαβε
ἀπὸ τὸ Δημιουργό, καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀλλοιώσει, τότε δυναμικὰ καὶ
αὐτόνομα ἐπεμβαίνει στοὺς αὐστηροὺς κανόνες ποὺ ἔθεσε ὁ Δημιουργός
στὰ ὅρια τοῦ σωματότυπου. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς κανόνες εἶναι κι αὐτὸς
τῆς ἡλικίας, ποὺ ἐνῶ καθημερινὰ μεταβάλλεται, ὅπως ἡ θερμοκρασία,
κάποιοι καὶ κάποιες ἐπιμένουν νὰ περαμένουν νέοι καὶ νέες, κι ἄς ἀνε-
βαίνουν τὰ χρόνια πάνω τους καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ τὰ ὅσα ἀκολουθοῦν τὴν
ἐνηλικίωση καὶ τὰ γηρατειά. Ἐκεῖνοι ἐπιμένουν νὰ δείχουν νέοι χωρὶς νὰ
εἶναι, ἀπατῶντας ἔτσι καὶ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Ὁποία τραγικότης !!!
Μὲ αὐστηρὸ γνώμονα τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ προοπτικὴ
τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ἀντιληπτὸ καὶ φανερὸ τοῖς πᾶσι, ὅτι ἡ
ὁποιαδήποτε ἐπέμβαση στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, συνιστᾶ ἔγκλημα κατὰ τῆς
ἴδιας τῆς Δημιουργίας, καὶ τοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτό, φυσικά, δὲν εἶναι κα-
τανοητὸ ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ μήτε ἀποδεικνύεται. Βιώνεται μονάχα, γιατὶ εἶναι
καθαρὰ θέμα πίστεως. Καὶ ἡ πίστη, ὡς ἐμπιστοσύνη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
ἀποδειχτεῖ μὲ πειράματα καὶ ἐξισώσεις, ἀλλὰ συνειδητοποιεῖται βαθειά.
Πολὺ σωστὰ γράφτηκε ὅτι:
«Τό ἀνθρώπινον σῶμα εἶναι εἰκόνισμα τῆς ἀθανάτου ψυχῆς καί
προβολή τῆς αἰωνιότητος εἰς αὐτόν τόν κόσμον. Ἡ καῦσις τοῦ σώμα-
τος ἀποτελεῖ εἰκονοκλαστικήν πρᾶξι πού προσβάλλει τήν πίστι εἰς τήν
αἰωνιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος
πρέπει νά εἶναι φυσική καί ποτέ ἐξαναγκασμένη. Ἡ φύσις ἀναλαμβά-
νει τήν φθορά τοῦ σώματος. Ἡ καῦσις εἶναι πρᾶξις βίας ἐπί τοῦ σώμα-
τος. Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας προερχομένη ἐκ τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων
Λειψάνων πείθει ὅτι τά Λείψανα πνευματικῶς ζοῦν, δι’ αὐτό διά τήν
Ἐκκλησίαν ἡ ταφή ἀποτελεῖ αἰωνία ἀξία καί ἡ καῦσις δέν θεωρεῖται ὡς
ἀτομικόν δικαίωμα διά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι μία
καθαρά μηδενιστική πρᾶξις, πού σηματοδοτεῖ τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου,
ἐνῶ ἀντιθέτως, ἡ ταφή σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκίαν
104
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 163
τῆς Ἀναστάσεως». (Μητροπολίτης Πειραιῶς, Σεραφείμ).
Ὅμως ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση στὸ ζήτημα αὐτό τῆς καύσεως
τῶν νεκρῶν. Κι αὐτὴ ἀφορᾶ τὴν ἠθελημένη ἀπόσταση τοῦ συγχρόνου
ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες ὀνόμασαν μνήμη θανάτου.
Θὰ ἀρχίσω μὲ ἕνα παράδειγμα. Πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, ποὺ σὲ
γνωστὸ μοναστήρι εἶδα, σὲ μουσειακό, φυσικά, χαρακτήρα, τὸ παλιὸ κελλὶ
τοῦ μοναχοῦ. Ἐκεῖ, λοιπόν, πρόσεξα, πὼς μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀντικειμέ-
νων ποὺ «στόλιζαν»τὸ κελλὶ ἦταν καὶ ἕνα κρανίο ἀνθρώπινο. Καὶ ὑπῆρχε
αὐτό, γιὰ νὰ δείχνει στὸν μοναχὸ τὸ πρόσκαιρο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ περισ-
σότερο νὰ τὸν εἰσάγει καθημερινὰ στὴ μελέτη τοῦ θανάτου ἤ στὴ μνήμη
τοῦ θανάτου. «Καθεζόμενος ἐν τῷ κελλίῳ σου, συνάγαγέ σου τὸν νοῦν,
μνήσθητι ἡμέρας θανάτου, ἴδε τότε τοῦ σώματος τὴν νέκρωσιν, ἐννόει
τὴν συμφοράν, λάβε πόνον, κατάγνωθι τῆς ἐν τῷ «κόσμῳ ματαιότη-
τος» (Εὐάγριος μοναχός). Κι ἡ χρησιμότητα τοῦ στεγνοῦ κρανίου ἔγκειται
στὸ νὰ θυμίζει καθημερινὰ στὸ μοναχὸ τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιγείων καὶ
τὴν ἀποστολή του, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ
τῶν μυστηρίων πνευματικὴ ἐνηλικίωση τοῦ πιστοῦ.
Αὐτό, ὅπως καταλαβαίνει ὁ καθένας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ
ἀπ᾿ ὅλους, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα ἡ χρησιμότητα καὶ
ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Λειψάνων, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἀποτελοῦν τεκμήρια
ἁγιότητος καὶ παρουσίας Θεοῦ στὸν κόσμο.
Κάποτε, ἕνας ξένος περιηγητὴς καὶ λόγιος, βρέθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐκεῖ οἱ πατέρες, ὅπως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ἔχουν σὲ περίοπτη θέση τοὺς
θησαυρούς τους, τὰ Ἅγια Λείψανα δηλαδή, τὰ ὁποῖα καὶ παραθέτουν γιὰ
προσκύνηση στοὺς ἐπισκέπτες. Αὐτό, λοιπόν, ἔπραξε καὶ κάποιος μονα-
χός στὸν ἐν λόγῳ ἐπισκέπτη, ποὺ τὸ ἀφηγεῖται, μάλιστα, ὁ ἴδιος ὡς ἑξῆς:
«Καὶ τώρα μέσα στὴ λιακάδα τῆς μεγάλης αὐλῆς [ὁ μοναχός] μὲ ὁδηγεῖ
πρὸς τὸ Καθολικόν, χωρὶς νὰ βγάζει ἄχνα....Στὴν ἐκκλησία ἀνοίγει ἕνα
ἑρμάρι καὶ βγάζει ἀπὸ μέσα Λείψανα φυλαγμένα σὲ γυάλινες λειψα-
νοθῆκες, κοσμημένες μὲ πολύτιμες πέτρες. Κρανία ἁγίων. Μιὰ μασέλα,
Κόκκαλα...... “ Ἔχουμε ἀκόμα κι ἄλλα πολλά” μοῦ κάνει δείχνοντας
τὶς κλειστὲς ντουλάπες....Ἀηδία μ᾿ ἔπιασε βλέποντας αὐτὰ τὰ παράλο-
γα ἀπομεινάρια» (j. Lacarrièle). Εἶναι φυσικό, πιστεύω, ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ δὲν ἔχει βιώσει τὸ λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι δηλαδή, «ὁ ἀψάμενος
ὀστέων μάρτυρος λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοῦ» ποὺ εἶναι κατ᾿
ἐπέκταση ἡ ἴδια ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκφράζεται ἔτσι. Καὶ τὸ ση-
μαντικὸ εἶναι ὅτι, ὅταν δὲν πιστεύεις, ὅταν προέρχεσαι ἀπὸ μιὰν ἄλλη
«κουλτούρα» καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πνευ-
ματικότητα, τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβεις τὴν πίστη ἐκείνων ποὺ
ἀπονέμουν τιμὴ στὰ Ἅγια Λείψανα, γιατὶ ξέρουν, πιστεύουν καὶ ἀντιλαμ-
βάνονται ὅτι «οὐχὶ τὰ ὀστᾶ μόνον τῶν μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ οἱ τάφοι
105
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 163
αὐτῶν, καὶ οἱ λάρνακες, πολλὴν βρύουσι εὐλογίαν» (Ἰω. Χρυσόστομος).
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιλέγουν τὴν ὁδὸν τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καὶ
κατ᾿ ἀκολουθίαν τὴν ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων αὐτῶν, δηλαδή, ἐκείνων
ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποψήφιοι ἅγιοι –(ἀλήθεια, τυχαῖα ψάλλεται στὴ Νε-
κρώσιμο Ἀκολουθία τό, «Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ...»;)– εἶναι
σαφὲς ὅτι δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ
σέβεται τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
ὀνομάζει τὰ κατοικητήρια τῶν νεκρῶν κοιμητήρια, ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖ ἀπὸ
τὴ μία ὡς ξενοδοχεῖα, τὰ ὀποῖα φιλοξενοῦν τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων
«ἄχρι καιροῦ», ἀλλὰ καὶ ὡς διδακτήρια, ποὺ ἀποδεικνύουν τὸ πρόσκαι-
ρο τοῦ παρόντος βίου καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴν ματαιότητα τῶν πάντων.
Ὅταν ἐξαφανιστοῦν ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, εἶναι φυσικὸ νὰ χαθοῦν καὶ πολλά
ἄλλα, ποὺ εἶναι χρήσιμα στοιχεῖα πολιτισμοῦ (βλ. π.χ. ἔργα καλλιτεχνῶν
ποὺ στολίζουν τοὺς τάφους κ.λ.π.). Γιατί, μὴν τὸ λησμονοῦμε ὅτι μεγάλη
πηγὴ πολιτισμοῦ εἶναι, αἰῶνες τώρα, κι ἡ Ἐκκλησία. Ποιοί θὰ τὸ καταλά-
βουν ὅμως αὐτὸ καὶ πῶς;
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός

Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κάμω τὸ δάσκαλο, μήτε καὶ νὰ ὑποβάλλω προτάσεις γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι πρωτίστως ζήτημα πίστεως καὶ ὁμολογίας. Κι ἀναφέρομαι στὸ κορυφαῖο καί θεολογικότατο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ στὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ὄχι τῶν κεκοιμημένων, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ ποὺ ἔχουμε μὲ τοὺς ὅποιους ἀντιρρησίες τοῦ θέματος: Βλέπεις, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν «ἄπνου καὶ νεκρὸ» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄχρηστου καὶ περιττοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄλλη προοπτική: Τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως. Ἑπομένως καὶ νοιάζεται τί θὰ ἀπογίνει αὐτὸ τὸ ἄπνουν σῶμα, τὸ λείψανον ἀλήθεια, τὶ ὄμορφη λέξη καὶ συνάμα διδακτική! Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ φροντίζει ( βλ. κηδεία, ἀπὸ τὸ ρ. κήδομαι, ποὺ σημαίνει φροντίζω), τὸ ταχτοποιεῖ, τὸ ἐπιστρέφει ὡς ὅμοιο στὸν οἰκεῖο χῶρο του, τὴ γῆ, τὴ μάνα-γῆ ποὺ λέγανε κι οἱ σοφοὶ προπάτορές μας. Τὸ ἐπιστρέφει κι ἔχει κι ἐκεῖ τὴν ἔγνοια του, ἀφοῦ ἡ παρουσία τοῦ μνημείου, ὅπου τίθεται ὁ κεκοιμημένος, δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος τόπος: εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἱερὸ ταμιευτήριο ἀναμνήσεων ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.

Ὅμως θὰ χρειαστεῖ νὰ προσθέσουμε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ὄχι γιὰ νὰ ὑποστηρίξουμε τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ὁποία στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη, ἐμεῖς Τὴν ἔχουμε- ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ ποιοὶ τιμοῦν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ποιοὶ τὸ περιφρονοῦν. Γιατὶ δὲν μπορεῖς τὸ σῶμα σου νὰ τὸ περιποιεῖσαι, νὰ τὸ φροντίζεις, νὰ τὸ προβάλλεις καὶ σὲ κάποια στιγμή, ὅταν πιὰ ἔχει μείνει ἄπνου καὶ νεκρό, ἐκεῖνοι ποὺ τὸ θαύμαζαν, τὸ ὕψωναν ὡς ἕνα ἔργο τέχνης καὶ τὸ σέβονταν, τώρα νὰ τὸ περιφρονοῦν, νὰ τὸ θεωροῦν ἄχρηστο, τιποτένιο, χωρὶς καμμιὰ ἀξία καὶ νὰ τὸ χαντακώνουν, δίχως καμμιὰ τιμή, καμμιὰ εὐαισθησία, καμμιὰ προσπάθεια διατήρησης τῆς μνήμης. Ναί, τὸ χαντακώνουν, δηλαδή νὰ τὸ ρίχνουν στὴν πυρά, λές καὶ εἶναι κάτι τὸ ἀπόβλητο, τὸ μισητό. Κι αὐτὰ τὰ κάνει ἡ ἴδια ἡ μερίδα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ μέχρι χθὲς θαύμαζε τὸ εἶδος καὶ τὸ κάλλος τοῦ κορμιοῦ καὶ σήμερα τὸ καταστρέφει.

Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ στέκει φιλάνθρωπα καὶ τιμητικὰ ἀπέναντι σὲ κάθε της παιδί, σὲ κάθε δηλαδή πιστό –χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὸν διαφορετικό, τὸν ὑποτιθέμενο «ἄπιστο» (ἀλήθεια, ὑπάρχει ἄ–πιστος;) ἁπλῶς διατηρεῖ τὴν ὑπομονή Της καὶ τοῦ προβάλλει τὴ διδαχή Της– ἔχει μιὰ ἄλλη ἄποψη, γιὰ τὸ θέμα. Δὲν παραπετᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως ἐπίσης δὲν ἀπορρίπτει καὶ τὴν ψυχή. Γιατὶ δέχεται τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, καθόσον ἔτσι προῆλθε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. (βλ. Γεν.1, 26-30). Ὁπότε, πῶς μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸ ἕνα, τὸ σῶμα δηλαδή, καὶ νὰ ἀποδεχτεῖ μόνο τὸ ἄλλο; Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἔγιναν τόσες καὶ τόσες Σύνοδοι, ἀλλὰ καὶ τόσες πραγματεῖες ἤ καὶ λόγοι γράφτηκαν, ὥστε νὰ ὑποστηρίξουν τὸ συναμφότερον τῆς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας τοῦ ἀνθρώπου.

Μιὰ πρώτη προσπάθεια περιφρόνησης τοῦ σώματος, γιατὶ πρέπει νὰ τονιστεῖ κι αὐτό, εἶναι αὐτὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν παραμόρφωσή του. Ὄχι τὴν μεταμόρφωσή του, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὁδός, ἡ ὁποία κι ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα καὶ θέωση, ἀλλ᾿ ἐκείνη ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή μας, ἀπὸ τὴν πραγματική, αὐθεντικὴ καὶ μοναδικὴ εἰκόνα -σφραγῖδα ποὺ λάβαμε ἀπὸ τὸ Θεό-Δημιουργό, Εἰκόνα, ποὺ παραποιοῦμε μὲ τὴν πρόσληψη ξένων στοιχείων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι Θεία δωρεά, ἀλλὰ ἀνθρώπινη «προσφορὰ» γιὰ τὴν τάχα βελτίωση τῆς εἰκόνας ποὺ λάβαμε καὶ πλαστογραφοῦμε μὲ τρόπο αὐθάδη καὶ ἄκρως περιφρονητικό. Γιατὶ ὅταν κάποιος ἤ κάποια, καλὰ καὶ σώνει παραποιεῖ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Δημιουργό, καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀλλοιώσει, τότε δυναμικὰ καὶ αὐτόνομα ἐπεμβαίνει στοὺς αὐστηροὺς κανόνες ποὺ ἔθεσε ὁ Δημιουργός στὰ ὅρια τοῦ σωματότυπου. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς κανόνες εἶναι κι αὐτὸς τῆς ἡλικίας, ποὺ ἐνῶ καθημερινὰ μεταβάλλεται, ὅπως ἡ θερμοκρασία, κάποιοι καὶ κάποιες ἐπιμένουν νὰ περαμένουν νέοι καὶ νέες, κι ἄς ἀνεβαίνουν τὰ χρόνια πάνω τους καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ τὰ ὅσα ἀκολουθοῦν τὴν ἐνηλικίωση καὶ τὰ γηρατειά. Ἐκεῖνοι ἐπιμένουν νὰ δείχουν νέοι χωρὶς νὰ εἶναι, ἀπατῶντας ἔτσι καὶ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Ὁποία τραγικότης !!!

Μὲ αὐστηρὸ γνώμονα τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ προοπτικὴ τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ἀντιληπτὸ καὶ φανερὸ τοῖς πᾶσι, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἐπέμβαση στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, συνιστᾶ ἔγκλημα κατὰ τῆς ἴδιας τῆς Δημιουργίας, καὶ τοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτό, φυσικά, δὲν εἶναι κατανοητὸ ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ μήτε ἀποδεικνύεται. Βιώνεται μονάχα, γιατὶ εἶναι καθαρὰ θέμα πίστεως. Καὶ ἡ πίστη, ὡς ἐμπιστοσύνη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδειχτεῖ μὲ πειράματα καὶ ἐξισώσεις, ἀλλὰ συνειδητοποιεῖται βαθειά.

Πολὺ σωστὰ γράφτηκε ὅτι: «Τό ἀνθρώπινον σῶμα εἶναι εἰκόνισμα τῆς ἀθανάτου ψυχῆς καί προβολή τῆς αἰωνιότητος εἰς αὐτόν τόν κόσμον. Ἡ καῦσις τοῦ σώματος ἀποτελεῖ εἰκονοκλαστικήν πρᾶξι πού προσβάλλει τήν πίστι εἰς τήν αἰωνιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος πρέπει νά εἶναι φυσική καί ποτέ ἐξαναγκασμένη. Ἡ φύσις ἀναλαμβάνει τήν φθορά τοῦ σώματος. Ἡ καῦσις εἶναι πρᾶξις βίας ἐπί τοῦ σώματος. Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας προερχομένη ἐκ τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων πείθει ὅτι τά Λείψανα πνευματικῶς ζοῦν, δι’ αὐτό διά τήν Ἐκκλησίαν ἡ ταφή ἀποτελεῖ αἰωνία ἀξία καί ἡ καῦσις δέν θεωρεῖται ὡς ἀτομικόν δικαίωμα διά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι μία καθαρά μηδενιστική πρᾶξις, πού σηματοδοτεῖ τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἀντιθέτως, ἡ ταφή σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκίαν τῆς Ἀναστάσεως». (Μητροπολίτης Πειραιῶς, Σεραφείμ).

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση στὸ ζήτημα αὐτό τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν. Κι αὐτὴ ἀφορᾶ τὴν ἠθελημένη ἀπόσταση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες ὀνόμασαν μνήμη θανάτου. Θὰ ἀρχίσω μὲ ἕνα παράδειγμα. Πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, ποὺ σὲ γνωστὸ μοναστήρι εἶδα, σὲ μουσειακό, φυσικά, χαρακτήρα, τὸ παλιὸ κελλὶ τοῦ μοναχοῦ. Ἐκεῖ, λοιπόν, πρόσεξα, πὼς μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀντικειμένων ποὺ «στόλιζαν»τὸ κελλὶ ἦταν καὶ ἕνα κρανίο ἀνθρώπινο. Καὶ ὑπῆρχε αὐτό, γιὰ νὰ δείχνει στὸν μοναχὸ τὸ πρόσκαιρο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ περισσότερο νὰ τὸν εἰσάγει καθημερινὰ στὴ μελέτη τοῦ θανάτου ἤ στὴ μνήμη τοῦ θανάτου. «Καθεζόμενος ἐν τῷ κελλίῳ σου, συνάγαγέ σου τὸν νοῦν, μνήσθητι ἡμέρας θανάτου, ἴδε τότε τοῦ σώματος τὴν νέκρωσιν, ἐννόει τὴν συμφοράν, λάβε πόνον, κατάγνωθι τῆς ἐν τῷ «κόσμῳ ματαιότητος» (Εὐάγριος μοναχός). Κι ἡ χρησιμότητα τοῦ στεγνοῦ κρανίου ἔγκειται στὸ νὰ θυμίζει καθημερινὰ στὸ μοναχὸ τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιγείων καὶ τὴν ἀποστολή του, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῶν μυστηρίων πνευματικὴ ἐνηλικίωση τοῦ πιστοῦ.Αὐτό, ὅπως καταλαβαίνει ὁ καθένας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπ᾿ ὅλους, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα ἡ χρησιμότητα καὶ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Λειψάνων, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἀποτελοῦν τεκμήρια ἁγιότητος καὶ παρουσίας Θεοῦ στὸν κόσμο.

Κάποτε, ἕνας ξένος περιηγητὴς καὶ λόγιος, βρέθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ οἱ πατέρες, ὅπως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ἔχουν σὲ περίοπτη θέση τοὺς θησαυρούς τους, τὰ Ἅγια Λείψανα δηλαδή, τὰ ὁποῖα καὶ παραθέτουν γιὰ προσκύνηση στοὺς ἐπισκέπτες. Αὐτό, λοιπόν, ἔπραξε καὶ κάποιος μοναχός στὸν ἐν λόγῳ ἐπισκέπτη, ποὺ τὸ ἀφηγεῖται, μάλιστα, ὁ ἴδιος ὡς ἑξῆς: «Καὶ τώρα μέσα στὴ λιακάδα τῆς μεγάλης αὐλῆς [ὁ μοναχός] μὲ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ Καθολικόν, χωρὶς νὰ βγάζει ἄχνα....Στὴν ἐκκλησία ἀνοίγει ἕνα ἑρμάρι καὶ βγάζει ἀπὸ μέσα Λείψανα φυλαγμένα σὲ γυάλινες λειψανοθῆκες, κοσμημένες μὲ πολύτιμες πέτρες. Κρανία ἁγίων. Μιὰ μασέλα, Κόκκαλα...... “ Ἔχουμε ἀκόμα κι ἄλλα πολλά” μοῦ κάνει δείχνοντας τὶς κλειστὲς ντουλάπες....Ἀηδία μ᾿ ἔπιασε βλέποντας αὐτὰ τὰ παράλογα ἀπομεινάρια» (j. Lacarrièle). Εἶναι φυσικό, πιστεύω, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει βιώσει τὸ λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι δηλαδή, «ὁ ἀψάμενος ὀστέων μάρτυρος λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοῦ» ποὺ εἶναι κατ᾿ ἐπέκταση ἡ ἴδια ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκφράζεται ἔτσι. Καὶ τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ὅταν δὲν πιστεύεις, ὅταν προέρχεσαι ἀπὸ μιὰν ἄλλη «κουλτούρα» καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβεις τὴν πίστη ἐκείνων ποὺ ἀπονέμουν τιμὴ στὰ Ἅγια Λείψανα, γιατὶ ξέρουν, πιστεύουν καὶ ἀντιλαμβάνονται ὅτι «οὐχὶ τὰ ὀστᾶ μόνον τῶν μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν, καὶ οἱ λάρνακες, πολλὴν βρύουσι εὐλογίαν» (Ἰω. Χρυσόστομος).Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιλέγουν τὴν ὁδὸν τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καὶ κατ᾿ ἀκολουθίαν τὴν ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων αὐτῶν, δηλαδή, ἐκείνων ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποψήφιοι ἅγιοι –(ἀλήθεια, τυχαῖα ψάλλεται στὴ Νεκρώσιμο Ἀκολουθία τό, «Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ...»;)– εἶναι σαφὲς ὅτι δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σέβεται τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει τὰ κατοικητήρια τῶν νεκρῶν κοιμητήρια, ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖ ἀπὸ τὴ μία ὡς ξενοδοχεῖα, τὰ ὀποῖα φιλοξενοῦν τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων «ἄχρι καιροῦ», ἀλλὰ καὶ ὡς διδακτήρια, ποὺ ἀποδεικνύουν τὸ πρόσκαιρο τοῦ παρόντος βίου καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴν ματαιότητα τῶν πάντων. Ὅταν ἐξαφανιστοῦν ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, εἶναι φυσικὸ νὰ χαθοῦν καὶ πολλά ἄλλα, ποὺ εἶναι χρήσιμα στοιχεῖα πολιτισμοῦ (βλ. π.χ. ἔργα καλλιτεχνῶν ποὺ στολίζουν τοὺς τάφους κ.λ.π.). Γιατί, μὴν τὸ λησμονοῦμε ὅτι μεγάλη πηγὴ πολιτισμοῦ εἶναι, αἰῶνες τώρα, κι ἡ Ἐκκλησία. Ποιοί θὰ τὸ καταλάβουν ὅμως αὐτὸ καὶ πῶς;

 

π.Κων/νος Καλλιανός

 





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA