«Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται τον άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Αγιος Γέρων Παίσιος



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Ο Ναός μας » Διδακτικά και Ωφέλιμα

 

Σ’ αὐτὸ τὸ κοιμητήρι τῆς Μυτιλήνης εἴχαμε θάψει στὸν καιρὸ τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τὴ γιαγιά μου, τὸ πιὸ γλυκὺ πρόσωπο τοῦ κόσμου. Εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τότε ἡ πικρὴ ἱστορία μας, τὸ πρῶτο πείραμα ξεριζώματος λαῶν, ὁ διωγμὸς τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς στὰ 1914 καὶ ἡ καταφυγή τους στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Πέθανε ἡ γιαγιά μας τότε, μὲς στὸν πόλεμο, στὸν ξένο τόπο.

Ὁ παππούς μου τὴν ξέθαψε, σὰν ἦρθε ὁ καιρός. Ἔβαλε τὰ κόκαλά της σὲ κασελάκι, ἔφερε τὸ κασελάκι στὴν κάμαρή του, τ’ ἀπόθεσε πλάι στὸ σπιτικὸ εἰκόνισμα, καθόταν ὧρες μονάχος καὶ τῆς κουβέντιαζε. Προπάντων τὰ βράδια, σὰν σουρούπωνε κι ἀνέβαινε ἀπ’ τὴν προκυμαία, ὅπου εἶναι τὸ καράβια ποὺ ταξιδεύουν καὶ μαθαίνεις τί γίνεται στὸν κόσμο, ὁ Γιαννακο-Μπιμπέλας ἄνοιγε τὸ βῆμα, δὲν ἤθελε ν’ ἀκούση τίποτα γιὰ φαγί, πήγαινε κατ’ εὐθείαν ἐκεῖ, στὸ κασελάκι, τὸ πρόσωπό του εἶχε ἀπόκοσμη γαλήνη, χαμογελαστή.

«Ἔχει καλὰ νέα νὰ τῆς πῆ», ἔλεγε, ἡ μάνα μας αὐτὰ βλέποντας. Καθόταν στό μιντέρι του, κοίταζε τὴν τρίφυλλη Παναγία μὲ τὸ Βρέφος, τὸ Εἰκόνισμα ποὺ εἴχαμε φέρει ἀπ’ τὴν πατρίδα μας σὰν φεύγαμε κυνηγημένοι, κοίταζε τὸ κασελάκι ποὺ τὸ φώτιζε τὸ καντήλι, ἄρχιζε νὰ λέη στὴν πεθαμένη καταλεπτῶς τὰ νέα ποὺ εἶχε μάθει. «Πατέρα, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνεις, νὰ ἔχης τὴν πεθαμένη μάνα μας, τὰ κόκαλά της, μὲς στὴν κάμαρά σου καὶ νὰ τῆς μιλᾶς;» τολμοῦσε πότε-πότε νὰ τοῦ πῆ ἡ κόρη του, καθὼς ζοῦσε καὶ τὸν τρόμο τὸν δικό μας.

Ἐμπρὸς σ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια, τὰ ἀφύσικα ποὺ βλέπαμε, ὁ θάνατος νὰ μὴν εἶναι ὅπως τὸν φανταζόμαστε, ἡ ζωὴ νὰ συνεχίζεται καὶ μὲ τὰ κόκαλα, στὸν ἴδιο τόνο, μὲ τὰ νέα τοῦ πολέμου, μὲ τὴν ἐλπίδα. «Ὅπου νὰ ’ναι τελειώνει ὁ πόλεμος καὶ θὰ σὲ πάρω καὶ θὰ σὲ πάω στὰ Κιμιντένια νὰ ξεκουραστῆς», ἔλεγε στὴ Δέσποινά του ὁ γέρο ΓιαννακοΜπιμπέλας. «Πατέρα, πάρε τὰ κόκαλα ἀπ’ τὸ σπίτι! Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ μιλᾶς τῆς μάνας μας; Ἔλεγε ἡ κόρη του. Πατέρα, ἐγὼ φοβᾶμαι...» «Δὲ ντρέπεσαι νὰ φοβᾶσαι τὴ μάνα σου! τὴν ἔβαζε μπροστὰ ἐκεῖνος. Αὐτὰ τὰ κόκαλα εἶναι τώρα ἅγια πράματα.Τί φοβᾶσαι; θὰ τὴν ἔχω ἐδῶ, κι ὕστερα θὰ τὴν πάρω καὶ θὰ τὴν πάγω στὰ Κιμιντένια.

Τότε θὰ συχάσω, καὶ θὰ μὲ βάλετε καὶ μένα στό πλευρό της». Ἔγινε ἀκριβῶς ἔτσι. Σὰν τελείωσε ὁ πόλεμος, στὰ 1919, ὁ ΓιαννακοΜπιμπέλας πῆρε τὸ κασελάκι μὲ τὰ κόκαλα τῆς γυναίκας του, τὰ πῆγε στὰ Κιμιντένια, τὰ ‘θαψε κάτω ἀπ’ τὸ μεγάλο βασιλικὸ δέντρο, τὴ δρῦ, ἔξω ἀπ’ τὴν πορτάρα, στὸ κτῆμα ποὺ εἴχανε ἀναστήσει οἱ δυό τους μαζί. Κι ἐνῶ ἦταν γεμάτος ὑγεία, ἄξαφνα, ὅταν ἔγινε αὐτὸ τὸ χρέος, μαράθηκε ἀπότομα. Σὲ λίγον καιρὸ πέθανε καὶ τὸν θάψαμε κάτω ἀπ’ τὴ δρῦ, πλάι της.

 

Ἠλία Βενέζη





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA