Ἤτανε δύο πατέρες. Μαλώσανε. Λοιπόν ζήτησε συγγνώμη ὁ ἕνας. «Δέν σέ συγχωράω» λέει ο άλλος. Ἀμάν! Πάει τότε σέ ἕνα Γέροντα, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε: «Πῶς τή ζήτησες τή συγγνώμη;
Εἶχες μέσα σου πειστεῖ ὅτι φταῖς ἐσύ πράγματι»; «Ὄχι» απάντησε ο πατέρας.
Γιά κάντο, νά πειστεῖς ὅτι ἐσύ φταῖς πραγματικά καί πήγαινε καί ξαναζήτησέ του συγγνώμη. Λοιπόν πάει πάλι ο «φταίχτης» και χτυπάει τήν πόρτα. Τοῦ ἀνοίγει ὁ ἄλλος, ο οποίος ἀμέσως τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με». Τελικά ζήτησε συγγνώμη ὁ αδελφός πού άνοιξε τήν πόρτα.
Πρίν κἄν πεῖ ὁ «φταίχτης» τή δική του συγγνώμη ὁ ἄλλος τό εἶχε πληροφορηθεῖ. Καταλάβατε πῶς λειτουργεῖ ἡ ἀληθινή συγχώρεση; Δέν είπε κἄν συγγνώμη «ο φταίχτης».
Ὁ ἄλλος τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα και τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με». Βλέπετε πῶς λειτουργεῖ ἡ ἀληθινή ταπείνωση; Ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλουμε νά ταπεινωθοῦμε. Θέλουμε νά εἴμαστε καί ἐξωτερικά καλά μέ τόν Χριστό αλλά καί νά κρατήσουμε τήν ἀξιοπρέπεια, τόν χαρακτήρα. Κρατάω χαρακτήρα. Καταστρέφομαι δηλαδή.